στατικολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στατικολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στατικολόγος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στατικολόγος
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)