σταυρομάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυρομάνα οι σταυρομάνες
      γενική της σταυρομάνας
    αιτιατική τη σταυρομάνα τις σταυρομάνες
     κλητική σταυρομάνα σταυρομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταυρομάνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταυρομάνα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]