σταυρωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταυρωτός < σταυρώνω + -τος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sta.vɾoˈtos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /sta.vɾoˈti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /sta.vɾoˈto/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]σταυρωτός, -ή, -ό
- που έχει ή γίνεται σε σχήμα σταυρού