σταφιδόψωμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταφιδόψωμο τα σταφιδόψωμα
      γενική του σταφιδόψωμου των σταφιδόψωμων
    αιτιατική το σταφιδόψωμο τα σταφιδόψωμα
     κλητική σταφιδόψωμο σταφιδόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κομμένο σταφιδόψωμο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταφιδόψωμο < σταφίδ(α) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sta.fiˈðo.pso.mo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταφιδόψωμο ουδέτερο

λαζαράκια λέγονται τα σταφιδόψωμα που φτιάχνονται το Σάββατο του Λαζάρου και επειδή έχουν σχήμα πλεξούδας μοιάζουν με τον σαβανωμένο Λάζαρο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]