σταχτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταχτί < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σταχτής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /staˈxti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐χτί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταχτί ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταχτί
|
Επίθετο
[επεξεργασία]σταχτί άκλιτο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σταχτί
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)