σταχτόνερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταχτόνερο ουδέτερο
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταχτόνερο
→ δείτε τη λέξη αλισίβα |