σταχυολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σταχυολόγος οι σταχυολόγοι
      γενική του/της σταχυολόγου των σταχυολόγων
    αιτιατική τον/τη σταχυολόγο τους/τις σταχυολόγους
     κλητική σταχυολόγε σταχυολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταχυολόγος < σταχυολογώ + -λόγος[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταχυολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σταχυολόγοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)