στειροβότανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στειροβότανο τα στειροβότανα
      γενική του στειροβότανου των στειροβότανων
    αιτιατική το στειροβότανο τα στειροβότανα
     κλητική στειροβότανο στειροβότανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στειροβότανο < στείρος + -ο- + βοτάνι + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στειροβότανο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]