στηθάγχη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στηθάγχη οι στηθάγχες
      γενική της στηθάγχης των (στηθαγχών)
    αιτιατική τη στηθάγχη τις στηθάγχες
     κλητική στηθάγχη στηθάγχες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στηθάγχη < στήθ(ος) + -άγχη κατά την αρχαία ελληνική συνάγχη, (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική angina pectoris[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στηθάγχη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]