στηθοσκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στηθοσκοπώ < στήθος + -ο- + -σκοπώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stéthoscoper)

στηθοσκοπώ (παθητική φωνή: στηθοσκοπούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]