στιγμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στιγμάτωση | οι | στιγματώσεις |
γενική | της | στιγμάτωσης* | των | στιγματώσεων |
αιτιατική | τη | στιγμάτωση | τις | στιγματώσεις |
κλητική | στιγμάτωση | στιγματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στιγματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στιγμάτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιγμάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιγμάτωση
|