στιχηρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιχηρό | τα | στιχηρά |
γενική | του | στιχηρού | των | στιχηρών |
αιτιατική | το | στιχηρό | τα | στιχηρά |
κλητική | στιχηρό | στιχηρά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιχηρό < μεσαιωνική ελληνική στιχηρόν[1] [2] [3] < ελληνιστική κοινή στιχηρός < αρχαία ελληνική στίχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στιχηρό ουδέτερο
- (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος, θρησκεία) τροπάριο του οποίου προηγείται εκφώνηση στίχου (ψαλμού τού Δαβίδ)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- στιχηραρικό
- στιχηράριο
- στιχηροκάθισμα
- → και δείτε τη λέξη στίχος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιχηρό
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στιχηρόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ στιχηρό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στιχηρό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στιχηρό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)