στορύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στορύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στορύνη θηλυκό
- (ελληνιστική λέξη) το νυστέρι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883