στράτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στράτευση | οι | στρατεύσεις |
γενική | της | στράτευσης* | των | στρατεύσεων |
αιτιατική | τη | στράτευση | τις | στρατεύσεις |
κλητική | στράτευση | στρατεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρατεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στράτευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στράτευση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στράτευση