στραγγίδια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | στραγγίδια | ||
γενική | των | στραγγιδίων | ||
αιτιατική | τα | στραγγίδια | ||
κλητική | στραγγίδια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στραγγίδια (νεολογισμός) < → δείτε τη λέξη στραγγίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στραγγίδια ουδέτερο
- υγρά υπολείμματα απορριμμάτων και, γενικότερα, αποβλήτων, που παράγονται από αναερόβια αποσύνθεση οργανικών ουσιών
- ※ στραγγίδια χώρου υγειονομικής ταφής που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες
- lex.europa.eu «Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλιου και του Συμβουλίου για τις μεταφορές αποβλήτων». Βρυξέλλες, 30.06.2003, COM [2003] 379 τελικό, 2003/0139 [COD]), σ. 186· πρόσβαση: 2020-09-14.
- ※ στραγγίδια χώρου υγειονομικής ταφής που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό αριθμό· ο ενικός, το στραγγίδιο, είναι ιδιαίτερα σπάνιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στραγγίδια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από νόμους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)