στρατολογούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρατολογούμαι < λείπει η ετυμολογία

στρατολογούμαι , πρτ.: στρατολογούμουν, στ.μέλλ.: θα στρατολογηθώ, αόρ.: στρατολογήθηκα, μτχ.π.π.: στρατολογημένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]