στροφαλάτρακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στροφαλάτρακτος < στρόφαλος + άτρακτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]στροφαλάτρακτος θηλυκό
- (παρωχημένο) (μηχανολογία), ο στροφαλοφόρος άξονας μηχανής
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Σχεδιάγραμμα «Αυτοκίνητον και τα μέρη αυτού», στο Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 465.