στρωματσάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρωματσάδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stɾo.maˈt͡sa.ða/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρωματσάδα θηλυκό
- ο ύπνος σε στρώμα τοποθετημένο στο πάτωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρωματσάδα
|