συγχρονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγχρονισμός < ελληνιστική κοινή συγχρονισμός < συγχρονίζω < σύγχρονος < σύν αρχαία ελληνική χρόνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική synchronisation & simultanéité[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγχρονισμός αρσενικό
- ρυθμίζω την κίνηση ή τη ροή δύο στοιχείων ώστε να συμβαδίζουν
- ρυθμίζω δύο ρολόγια ώστε να δείχνουν την ίδια ώρα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις συγχρονίζω, σύγχρονος και χρόνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγχρονισμός
|
- ↑ συγχρονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)