συμβολαιογραφικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συμβολαιογραφικά
      γενική των συμβολαιογραφικών
    αιτιατική τα συμβολαιογραφικά
     κλητική συμβολαιογραφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμβολαιογραφικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συμβολαιογραφικός (συμβολαιογραφικά έξοδα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμβολαιογραφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

συμβολαιογραφικά

  • από συμβολαιογραφική άποψη, κατά τρόπο που σχετίζεται με τη σύνταξη ενός συμβολαίου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

συμβολαιογραφικά