συμπράττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπράττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπράττω (αττικός τύπος  του συμπράσσω). Συγχρονικά αναλύεται σε (συν-) συμ- + πράττω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /simˈbɾa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπράτ‐τω
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πράτ‐τω

συμπράττω, πρτ.: συνέπραττα, αόρ.: συνέπραξα, μτχ.π.π.: συμπεπραγμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  • συνεργάζομαι με κάποιον, συμμετέχω σε μια δραστηριότητα
    συμπράττω σε καλλιτεχνική εκδήλωση
    συμπράττουν πολλές εταιρείες για την κατασκευή ενός έργου
    συνέπραξε σε ένα έγκλημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



συμπράττω