συμπρόεδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συμπρόεδρος | οι | συμπρόεδροι |
γενική | του/της του |
συμπροέδρου συμπρόεδρου |
των | συμπροέδρων |
αιτιατική | τον/τη | συμπρόεδρο | τους/τις τους |
συμπροέδρους συμπρόεδρους |
κλητική | συμπρόεδρε | συμπρόεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπρόεδρος
|