συμπόνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συμπονία, σύμπνοια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπόνια οι συμπόνιες
      γενική της συμπόνιας
    αιτιατική τη συμπόνια τις συμπόνιες
     κλητική συμπόνια συμπόνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπόνια < συμπονώ + -ια (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμπόνια θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]