συναλλασσόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναλλασσόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]συναλλασσόμενος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναλλασσόμενος
|