συναριθμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναριθμώ < αρχαία ελληνική συναριθμέω / συναριθμῶ < σύν + ἀριθμός

συναριθμώ (παθητική φωνή: συναριθμούμαι)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]