συνευρίσκομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνευρίσκομαι < συν- + ευρίσκομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]συνευρίσκομαι
- συναντιέμαι κοινωνικά με άλλους ανθρώπους
- (επίσημο) συμμετέχω σε σεξουαλική πράξη
- ο σύζυγος την συνέλαβε να συνευρίσκεται με τον εραστή της
- (αλληλοπαθές)
- τους συνέλαβαν να συνευρίσκονται
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνευρίσκομαι
|