συνηλικιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνηλικιώτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνηλικιώτης αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνηλικιώτης
|