συνολοκλήρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνολοκλήρωση | οι | συνολοκληρώσεις |
γενική | της | συνολοκλήρωσης* | των | συνολοκληρώσεων |
αιτιατική | τη | συνολοκλήρωση | τις | συνολοκληρώσεις |
κλητική | συνολοκλήρωση | συνολοκληρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνολοκληρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνολοκλήρωση < συν- + ολοκλήρωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνολοκλήρωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνολοκλήρωση
|