συντάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντάσσω < συν + τάσσω

συντάσσω

  1. τοποθετώ στην κατάλληλη σειρά τα τυπικά στοιχεία του λόγου, σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας
  2. διατυπώνω κάτι γραπτά, και ειδικότερα για επίσημο έγγραφο ή για συγγραφή κειμένου που είναι αποτέλεσμα οργάνωσης και σύνθεσης δεδομένων στοιχείων
  3. παρατάσσω, τοποθετώ στρατιώτες σε παράταξη μάχης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]