συνυπηρέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνυπηρέτηση | οι | συνυπηρετήσεις |
γενική | της | συνυπηρέτησης* | των | συνυπηρετήσεων |
αιτιατική | τη | συνυπηρέτηση | τις | συνυπηρετήσεις |
κλητική | συνυπηρέτηση | συνυπηρετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνυπηρετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνυπηρέτηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνυπηρέτηση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνυπηρέτηση
|