συσκευαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συσκευαστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συσκευαστής αρσενικό (θηλυκό συσκευάστρια)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συσκευαστής
|