συσσωρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συσσωρεύω < (ελληνιστική κοινή) συσσωρεύω < σύν + σωρεύω

συσσωρεύω

  1. συγκεντρώνω σε ένα σημείο, σε υπερβολική ποσότητα, συνήθως ομοειδή αντικείμενα
  2. (κατ’ επέκταση) αυξάνω κάτι σε ποσότητα προσθέτοντας συνεχώς νέα αντικείμενα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]