σφετερίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφετερίζομαι < αρχαία ελληνική σφετερίζομαι < σφέτερος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sfe.teˈɾi.zo.me/

σφετερίζομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]