σφραγιδοκράτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφραγιδοκράτης < σφραγίδ(α) + -ο- + -κράτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφραγιδοκράτης αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σφραγιδοκράτης
|