σφυριχτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]σφυριχτά < σφυριχτός
Επίρρημα
[επεξεργασία]σφυριχτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σφυριχτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σφυριχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σφυριχτό