σχιζοφρενία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχιζοφρενία < σχιζοφρενής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχιζοφρενία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχιζοφρενία
|
σχιζοφρενία θηλυκό
|