σύμβουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σύμβουλος οι σύμβουλοι
      γενική του/της συμβούλου των συμβούλων
    αιτιατική τον/τη σύμβουλο τους/τις συμβούλους
     κλητική σύμβουλε σύμβουλοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύμβουλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύμβουλος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δίνει συμβουλές
    1. στενός συνεργάτης πολιτικού που του δίνει συμβουλές
    2. εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με ειδικά προσόντα που έχει ως αποστολή του να συμβουλεύει τους εκπαιδευτικούς σχετικά με τη διδασκαλία των μαθημάτων τους· σχολικός σύμβουλος
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε μας παροτρύνει να κάνουμε κάτι
    η βιασύνη δεν είναι καλός σύμβουλος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]