σύνθετο κλειδί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύνθετο κλειδί < → δείτε τις λέξεις σύνθετος και κλειδί, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική compound key ή composite key
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]σύνθετο κλειδί
- (βάσεις δεδομένων, σχεσιακές βάσεις δεδομένων), (SQL), κλειδί (εξωτερικό, πρωτεύον, υποψήφιο) σε πίνακα (table), που αποτελείται από περισσότερες της μίας στήλες (attribute)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύνθετο κλειδί