σύννεφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύννεφο τα σύννεφα
      γενική του σύννεφου των σύννεφων
    αιτιατική το σύννεφο τα σύννεφα
     κλητική σύννεφο σύννεφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σύννεφα στον ουρανό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύννεφο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σύννεφο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο < ελληνιστική κοινή σύννεφος[1] < συν- + νέφος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsi.ne.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύν‐νε‐φο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύννεφο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]