σύντριψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύντριψη | οι | συντρίψεις |
γενική | της | σύντριψης* | των | συντρίψεων |
αιτιατική | τη | σύντριψη | τις | συντρίψεις |
κλητική | σύντριψη | συντρίψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντρίψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύντριψη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύντριψη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύντριψη
|