σύσκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύσκιο τα σύσκια
      γενική του σύσκιου των σύσκιων
    αιτιατική το σύσκιο τα σύσκια
     κλητική σύσκιο σύσκια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsi.sco/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐σκιο

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
σύσκιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύσκιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύσκιο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
σύσκιο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σύσκιο