ταβούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταβούλι | τα | ταβούλια |
γενική | του | ταβουλιού | των | ταβουλιών |
αιτιατική | το | ταβούλι | τα | ταβούλια |
κλητική | ταβούλι | ταβούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /taˈvu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ού‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταβούλι ουδέτερο
- (δημοτική, μουσικό όργανο) άλλη προφορά του νταβούλι → δείτε τη λέξη νταούλι
- ※ ⌘ Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Λυγερή, 1889. Έκδοση:1896, σελ.60@anemi νουβέλα
- Ὁ κὺρ Παναγιώτης μάλιστα ὑπέσχετο νὰ φέρῃ καὶ τὰ ταβούλια ἀπὸ τὸ Τραγανὸ καὶ νὰ χορεύσῃ ἐμπρὸς χάριν τῆς Ἀνθῆς του.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη νταούλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταβούλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)