ταγκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ταγκίζω < ελληνιστική ταγγίζω < ταγγός
Ρήμα
[επεξεργασία]- (για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες) αλλοιώνομαι και αποκτώ βαριά οσμή και πικρή γεύση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταγκίζω
→ δείτε τη λέξη ταγγίζω |