ταμάμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ταμάμ
- ακριβώς
- στην ώρα του
- ταιριαστά, σωστά, στα μέτρα του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταμάμ
|
Δείτε επίσης : χαμάμ |
ταμάμ
|