ταμίευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμίευμα τα ταμιεύματα
      γενική του ταμιεύματος των ταμιευμάτων
    αιτιατική το ταμίευμα τα ταμιεύματα
     κλητική ταμίευμα ταμιεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταμίευμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταμίευμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα