ταξιτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταξιτζής αρσενικό (θηλυκό: ταξιτζού)
- (επάγγελμα) ο οδηγός ή ο ιδιοκτήτης ταξί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ταξί