ταπισερί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταπισερί < γαλλική tapisserie < tapis + -erie < λατινική tapes < αρχαία ελληνική τάπης (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταπισερί θηλυκό άκλιτο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ταπετσαρία
- → δείτε τη λέξη τάπητας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταπισερί
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)