ταρβέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταρβέω < τάρβος (= φόβος)

ταρβέω - ταρβῶ (συνηρημένο)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι:

Σημειώσεις

[επεξεργασία]