ταφόπετρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταφόπετρα οι ταφόπετρες
      γενική της ταφόπετρας
    αιτιατική την ταφόπετρα τις ταφόπετρες
     κλητική ταφόπετρα ταφόπετρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταφόπετρα < τάφ(ος) + -ό- + πέτρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταφόπετρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]