ταχυμετρικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχυμετρικώς < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]ταχυμετρικώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχυμετρικώς
|